Dictionary of Greek. 2013.
Ἰυγγίης — masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιύγγιος — Ἰύγγιος, ὁ (Α) (ενν. μην) [ιυγγίης] επιγρ. ονομασία ενός μήνα στη Θεσσαλία … Dictionary of Greek